- παρασεσυρμένως
- παρασεσυρμένως, Adv. [tense] pf. part. [voice] Pass.,A mockingly, Ph.2.599.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασεσυρμένως — mockingly indeclform (adverb) παρασύρω sweep away perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασεσυρμένως — Α χλευαστικώς, με τρόπο σκωπτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρασεσυρμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παρασύρω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek